ἡπατίας

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον, ὁ,

   A = ἡπατικός 1, λοβοί Poll.2.215.

German (Pape)

[Seite 1173] zur Leber gehörig, λοβοί Poll. 2, 215.

Greek (Liddell-Scott)

ἡπᾰτίας: -ου, ὁ, = ἡπατικός, Πολυδ. Β΄, 215.

Greek Monolingual

ἡπατίας, o (Α)
ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ασθματ-ίας, ιζηματ-ίας)].