βδελυχρός
English (LSJ)
ά, όν, Dor. for βδελυρός, Epich.63.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βδελυχρός: -ά, -όν, Δωρ. ἀντὶ βδελυρός, Ἐπίχ. 34 Ahr.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
dór. por βδελυρός repugnante, maloliente σκοτοφάγοι σάλπαι βδελυχραί Epich.27.