διοπτεία

Revision as of 22:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A seeing through, τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν Procl.Hyp. 3.17.    II use of the διόπτρα, Hero *Deff.135.8.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτεία: ἡ, παρατήρησις διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión (γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.

Greek Monolingual

διοπτεία, η (Α) διοπτεύω
η διόπτευση.