Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διόπτευση

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η (Α διόπτευσις) διοπτεύω
η παρατήρηση με διόπτρα
νεοελλ.
1. ναυτ. ο καθορισμός της θέσεως του πλοίου με παρατήρηση σημείου της ξηράς ή της θάλασσας, ρελέβο
2. η γωνία που προσδιορίζεται με διόπτευση.