διόπτευση
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
η (Α διόπτευσις) διοπτεύω
η παρατήρηση με διόπτρα
νεοελλ.
1. ναυτ. ο καθορισμός της θέσεως του πλοίου με παρατήρηση σημείου της ξηράς ή της θάλασσας, ρελέβο
2. η γωνία που προσδιορίζεται με διόπτευση.