Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἡ, v. l. for διωρυχή.
διωρῠγή: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ διορυγή.
ῆς (ἡ) :c. διῶρυξ.
v. διορυγή.
διωρῠγή: ἡ Plut. = διῶρυξ.