διχάμετρος

Revision as of 22:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, to explain διάμετρος, Arist.Pr.910b20.

Greek (Liddell-Scott)

διχάμετρος: -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ διάμετρος, Ἀριστ. Προβλ. 15. 2.

Spanish (DGE)

-ον
que divide en dos partes, γραμμή explicación a διάμετρος Arist.Pr.910b20.

Russian (Dvoretsky)

διχάμετρος: размежевывающий надвое (слово, выдуманное для этимологического объяснения слова διάμετρος) Arst.