ζύγρα

Revision as of 08:41, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, dialectic form for διύγρα (sc. χώρα),

   A marsh-land, Eust. 295.28.

Greek (Liddell-Scott)

ζύγρα: ἡ, διαλεκτικὸς τύπος ἀντὶ διύγρα (ἐνν. χώρα), ἑλώδης γῆ, Εὐστ. 295. 28.

Greek Monolingual

ζύγρα, ἡ (Μ)
(διαλεκτ. τ. αντί διύγρα, ενν. χώρα)
ελώδης γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζύγρα αντί διύγρα στον Ευστάθιο (βλ. ζα- = διά)].