θρέπτειρα

Revision as of 08:51, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, fem. of θρεπτήρ, E.Tr.195 (lyr.), AP5.105 (Diotim.), 6.51: metaph.,

   A Δίκη θ. πολήων Opp.H.2.680.

German (Pape)

[Seite 1217] ἡ, Ernährerinn; παίδων Eur. Tr. 195; sp. D., wie Δίκη θρ. πολήων Opp. H. 2, 680; Phrygien λεόντων θρ. Ep. ad. 174 (VI, 51).

Greek Monotonic

θρέπτειρα: ἡ, θηλ. του θρεπτήρ, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θρέπτειρα:
1) выкармливающая, нянька (παίδων Eur.);
2) вскармливающая, кормилица (Φρυγία λεόντων θ. Anth.).

Middle Liddell

θρέπτειρα, ἡ, [fem. of θρεπτήρ, Eur., Anth.]