θρεπτήρ
From LSJ
English (LSJ)
θρεπτῆρος, ὁ, feeder, rearer, of a parent or foster-parent, IG3.1401, JRS2.91 (Antioch in Pisidia), AP12.137 (Mel.): pl., IG14.1722: as adjective, θ. ἀγοστός Nonn. D.3.387.
German (Pape)
[Seite 1217] ῆρος, ὁ, Ernährer; Mel. 72 (XII, 137); Nonn. 3, 385.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui nourrit, qui élève.
Étymologie: τρέφω.
Greek Monolingual
θρεπτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. θρέπτειρα (Α) τρέφω
αυτός που ανατρέφει.
Greek Monotonic
θρεπτήρ: -ῆρος, ὁ (τρέφω),
I. αυτός που ανατρέφει, σε Ανθ. Π
Russian (Dvoretsky)
θρεπτήρ: ῆρος ὁ кормилец Anth.