μελίτταινα

Revision as of 09:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A = μελισσοβότανον, Dsc.3.104:—also μελίττ-αιον, τό, Ps.- Dsc.ibid. Cf. μελίκταινα.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, = μελισσοβότανον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μελίτταινα: ἡ, = μελισσοβότανον, Διοσκ. 3. 118.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλισσα.

Greek Monolingual

μελίτταινα και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α)
το μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. -αινα (πρβλ. μολύβδ-αινα, φάλ-αινα)].