μετείς
English (LSJ)
Ion. aor. 2 part. of μεθίημι.
German (Pape)
[Seite 158] ion. = μεθείς, part. aor. II. zu μεθάημι.
Greek (Liddell-Scott)
μετείς: Ἰων. μετοχ. ἀορ. β΄ τοῦ μεθίημι.
Greek Monotonic
μετείς: Ιων. αντί μεθ-είς, μτχ. αόρ. βʹ του μεθίημι.
Russian (Dvoretsky)
μετείς: ион. part. aor. 2 к μεθίημι.