μετείς

Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ion. aor. 2 part. of μεθίημι.

German (Pape)

[Seite 158] ion. = μεθείς, part. aor. II. zu μεθάημι.

Greek (Liddell-Scott)

μετείς: Ἰων. μετοχ. ἀορ. β΄ τοῦ μεθίημι.

Greek Monotonic

μετείς: Ιων. αντί μεθ-είς, μτχ. αόρ. βʹ του μεθίημι.

Russian (Dvoretsky)

μετείς: ион. part. aor. 2 к μεθίημι.