(sc. κάλοι), οἱ,
A sail-ropes, halyards, Sch.A.R.1.566.
μέσουροι, οἱ (Α)τα σχοινιά τών ιστίων, οι κάλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ουρος(< ὅρος), πρβλ. πρόσ-ουρος, σύν-ουρος].