Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ή, όν, of a μερίτης, Lyd.Mag.3.70, Just.Nov.123.16 Intr.
μεριτικός, -ή, -όν (ΑM) μερίτηςμσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικάτα μερίδια, τα μερτικάαρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη.