μεριτικός

Revision as of 09:36, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν, of a μερίτης, Lyd.Mag.3.70, Just.Nov.123.16 Intr.

Greek Monolingual

μεριτικός, -ή, -όν (ΑM) μερίτης
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικά
τα μερίδια, τα μερτικά
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη.