μεριτικός

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῑτικός Medium diacritics: μεριτικός Low diacritics: μεριτικός Capitals: ΜΕΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meritikós Transliteration B: meritikos Transliteration C: meritikos Beta Code: meritiko/s

English (LSJ)

μεριτική, μεριτικόν, of a μερίτης, Lyd.Mag.3.70, Just.Nov.123.16 Intr.

Greek Monolingual

μεριτικός, -ή, -όν (ΑM) μερίτης
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικά
τα μερίδια, τα μερτικά
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη.