νῆσις

Revision as of 09:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (νέω B)

   A spinning, Pl.R.620e.
νῆσις (B), εως, ἡ, (νέω C)

   A accumulation, Hp.Loc.Hom.20 codd. (fort. ἴνησις).

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, 1) das Spinnen, ἡ τῆς Ἀτρόπου, Plat. Rep. X, 620 e. – 2) das An-, Aufhäufen, σώρευσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νῆσις: -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε.

Greek Monolingual

(I)
νῆσις, ἡ (ΑΜ)
το γνέσιμο, το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω (πρβλ. αορ. -νησ-α) + κατάλ. -ις].
(II)
νῆσις και νήησις, ἡ (Α) νηέω
επισώρευση.

Greek Monotonic

νῆσις: -εως, ἡ (νέω Γ), γνέσιμο, κλώσιμο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νῆσις: εως ἡ νέω III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.).

Middle Liddell

νῆσις, εως, [νέω3]
spinning, Plat.