οἰκιήτης

Revision as of 09:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εω, ὁ, Ion.for οἰκέτης, Pherecyd. ap. D.L.1.122, Ant.Lib. 41.2 : Locr., Thess., Arc. ϝοικιάτας, IG9(1).334.44, 9(2).257, 5(2).262.16 (all v B.C.) ;

   A οἰκιάτης St.Byz. s.v. οἶκος, EM698.11.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, ion. = οἰκέτης; Pherecyd. bei D. L. 1, 122; Hdn. Eust. 468.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιήτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ οἰκέτης, Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· οἰκιάτης παρὰ Στεφ. Β. ἐν λέξ. οἶκος, Ἐτυμ. Μέγ. 698. 11· πρβλ. πολιήτης.

Greek Monolingual

οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α)
οικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. -ήτης (πρβλ. κωμ-ήτης, λιμν-ήτης)].

Russian (Dvoretsky)

οἰκιήτης: ου ὁ Diog. L. = οἰκέτης I.