πολιήτης
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
εω, ὁ, Ep. and Ion. for πολίτης, citizen, Il.2.806 (elsewhere Hom. uses the form πολίτης), Simon.137, twice in Trag., A.Pers.556, E.El.119 (both lyr.); constantly in Hdt. (only in 1.96 codd. have πολιτέων):—fellow-citizen, countryman, ib.37,120, al., cf. πολιάτας:—fem. πολιῆτις, ιδος, A.R. 1.867: as adjective, ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς sands on my country's shore, E.Hipp.1126(lyr.).
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, ion. u. poet. = πολίτης, Bürger; Il. 2, 806 u. Folgde, wie Aesch. Pers. 548 Eur. El. 119. Auch Bürger ein und derselben Stadt, Mitbürger, Landsmann, Her. 1, 120; πολιήτης πολιήτῃ εὖ πρήσσοντι φθονέει, 7, 237, öfter. S. πολιάτας.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. et poét. c. πολίτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιήτης -ου, ὁ [~ πολίτης] ep. en Ion.; Aeol. acc. sing. πολιάταν; Dor. gen. plur. πολιᾱτᾶν, burger, medeburger.
Russian (Dvoretsky)
πολιήτης: дор. πολιάτας, ου (ᾱτ) ὁ
1 Hom., Her., Aesch., Eur. = πολίτης I, 1;
2 Her. = πολίτης I, 2.
English (Autenrieth)
=πολίτης, pl., Il. 2.806†.
Greek Monolingual
-εω, ὁ, θηλ. πολιῆτις, -ήτιδος, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. πολίτης.
Greek Monotonic
πολιήτης: -εω, ὁ, Ιων. αντί πολίτης·
I. πολίτης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.· συμπολίτης, ομοεθνής, σε Ηρόδ.
II. ως επίθ., ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς, η άμμος στις ακτές της πατρίδας μου, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολιήτης: εω, ὁ, Ἰων. ἀντὶ πολίτης, Ἰλ. Β. 806 (ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον πολίτης), Σιμωνίδ. 139, καὶ δὶς παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 556, Εὐρ. Ἠλ. 119· συχνάκις παρ’ Ἡροδ. (μόνον ἐν 1. 90 τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πολιτέων)· ― συμπολίτης, ὁμοεθνής, Ἡρόδ. 1. 37, 120, κ. ἀλλ., πρβλ. πολιάτας· ― Θηλ. πολιῆτις, ιδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 867· ὡς ἐπίθ., ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς, ἄμμος ἐπὶ τῆς ἀκτῆς τῆς πατρίδος μου, Εὐρ. Ἱππ. 1126. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.
Middle Liddell
πολιήτης, ου, ὁ, [ionic for πολίτης
I. a citizen, Il., Hdt., Aesch.; a fellow-citizen, countryman, Hdt.
II. as adj., ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς sands on my country's shore, Eur.