πέλεκρα

Revision as of 11:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἀξίνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεκρα: «ἀξίνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς.