πήρωμα

Revision as of 11:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mutilated or imperfect animal, opp. τέλειον, Arist.de An.415a27, 432b22, Metaph.1034b4.    II = πήρωσις, Id.GA746b32, Gal.UP14.6.

German (Pape)

[Seite 611] τό, eine Lähmung, Verstümmelung an den Gliedern oder Sinnenwerkzeugen, Arist. metaph. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πήρωμα: τό, πηρώματα = ἀτελῆ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τέλεια, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9., 3. 9, 9. ΙΙ. = πήρωσις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 9, 5, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16.

Greek Monolingual

τὸ, Α πηρώ
1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο
2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία.

Russian (Dvoretsky)

πήρωμα: ατος τό
1) увечное существо, урод Arst.;
2) отклонение от нормы, ненормальность Arst.