αναπηρία

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η (Α ἀναπηρία)
έλλειψη αρτιότητας τών οργάνων του σώματος, ακρωτηριασμός
νεοελλ.
1. έλλειψη πνευματικής ή ψυχικής τελειότητας ενός ατόμου
2. γεν. έλλειψη σε κάτι, χωλότητα, κολόβωση.