προποδισμός

Revision as of 12:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A process, progression, ἀπὸ μονάδος Moderat. ap. Stob.1Coroll.8; ἀριθμός ἐστι π. πλήθους TheoSm.p.18H.; π. εἰς τὸ ὂν τοῦ ἑνός Dam.Pr.67.    II direct motion, of planets, pl., opp. ὑποποδισμοί, Procl.Hyp.7.4; opp. ἀναποδισμοί, Nicom.Ar.1.5, Alex.Aphr.in Metaph.440.7.

German (Pape)

[Seite 740] ὁ, das Vorwärtsschreiten, Ggstz ἀναποδισμός, Moderat. bei Stob. ecl. 1, 2, 8; von den Gestirnen, Nicom. arithm. 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προποδισμός: ὁ, τὸ βαδίζειν πρὸς τὰ ἐμπρός, ἴδε ἀναποδισμός· ἐπὶ πλανητῶν ἀστέρων, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 5.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ προποδίζω
1. πορεία προς τα εμπρός, πρόοδος («ὰριθμός ἐστι πρόοδος πλήθους», Θέων Σμ.)
2. (σχετικά με τους πλανήτες) ευθεία, σύμμετρη κίνηση.