προσβόρειος

Revision as of 12:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,=sq., opp. καταβόρειος (q.v.), Arist.HA547a12, Thphr.HP1.9.2, etc.

German (Pape)

[Seite 754] gegen den Nordwind gelegen, ihm ausgesetzt, gegen Norden, Arist. H. A. 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

προσβόρειος: -ον, = πρόσβορρος, ἀντίθετον τῷ καταβόρειος (ὃ ἴδε), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ βόρειος
πρόσβορρος.

Russian (Dvoretsky)

προσβόρειος: Arst. = πρόσβορρος.