βόρειος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον S.OC1240 (lyr.): Ion. βορήϊος, η, ον:—
A from the quarter of the north wind, northern, opp νότιος, θάλασσα Hdt. 4.37, 6.31; β. ἀκτά exposed to the north, S.l.c.; τὸ β. τεῖχος Ar.Fr.556, And.3.5, Pl.R. 439e; τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης having appeared in the north, Arist. H A542b11.
2 of the north wind, β. χειμών a winter during which northerly winds prevail, Hp.Aph.3.11, Arist.Pr. 859b21; ἔαρ ib.860a13; βόρεια, τά, northerly winds, ib.944a1, etc. (rarely in sg., Ar.V.265; ὅταν ᾖ βόρειον X.Cyn.8.1); βορείοις in the time of northerly winds, Arist. H A574a1, al.; βορείων ὄντων ib.592a14: Comp. -ότερος Arat. 247, Alex.Aphr.in Metaph.446.34: Sup. -ότατος Man.4.241.
II βόρειον, = ἐλλεβορίνη, Ps.-Dsc.4.108; βόρειος, = ἀείζωον τὸ μέγα, ib.88.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. y poét. βορήϊος B.17.6, Hdt.4.37, A.R.1.211
• Morfología: [-ος, -ον S.OC 1240]
I 1 fís., rel. c. el viento de predominio del viento norte de las estaciones, Hp.Aër.10, χειμών Hp.Aph.3.11, Arist.Pr.859b21, Mete.344b35, ἔαρ Hp.Epid.3.13, Arist.Pr.860a13, θέρος Hp.Aph.3.13, ἔτος Hp.Epid.1.5, τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης = cuando en la época de las Pléyades el viento norte haya sido dominante Arist.HA 542b11, καταστάσεις Gal.17(2).291
• subst. τὸ βόρειον viento norte Ar.V.265, X.Cyn.8.1, τὰ βόρεια = vientos del norte Hp.Epid.1.4, Arist.Pr.944a1, Thphr.Vent.56, 58
• en dat. plu. en época de los vientos del norte, cuando soplan vientos del norte τοῖσι βορείοισιν Hp.Aër.7, βορείοις Arist.HA 574a1, Thphr.Ign.13, tb. en gen. βορείων ὄντων Arist.HA 592a14, Thphr.Vent.10.
2 rel. c. la orientación terrestre y celeste boreal, (procedente) del norte c. difícil separación del viento físico αὖραι B.l.c., cf. Longus 3.10.1, πνεύματα Hp.Morb.Sacr.10.4, ὕδωρ β. = lluvia que trae el viento norte Arist.HA 596a28, τῶν βορείων νεφῶν = nubes de procedencia norte Plb.34.1.16
• boreal, septentrional de una constelación, Thal.B 2, Placit.2.8.2 (= Emp.A 58), θάλασσα ἡ β. = Mar del Norte desde Grecia y Jonia, e.e. el Mar Negro Hdt.6.31, pero ἡ β. θάλασσα desde Egipto Mar Mediterráneo Hdt.4.37, κλίμα Arist.Mu.392a3
• orientado al norte, que mira al norte ἀκτά S.OC l.c., τεῖχος = el muro norte uno de los grandes muros de Atenas, Ar.Fr.569, And.3.5, Pl.R.439e, IG 22.463.120 (IV a.C.), ἐκ ... τῶν βορείων ... μερῶν Vett.Val.8.3, cf. 13.11
• subst. τὸ βόρειον el Norte ἐπὶ τὸ βόριον (sic) = hacia el Norte Gal.19.551.
3 del linaje de Bóreas Ζήτης αὖ Κάλαΐς τε Βορήιοι υἷες A.R.l.c.
• de ahí tal vez rápido como el Bóreas βόρειον ἵππον Io Trag.17a.
II subst.
1 bot. ὁ β. siempreviva arbórea, Aeonium arboreum (L.) Webb. et Berth., Ps.Dsc.4.88.
2 bot. τὸ β. milengrana, herniaria, Herniaria glabra L., Ps.Dsc.4.108.
3 (ἡ) β. lat. boria miner., una variedad de jaspe Plin.HN 37.116.
German (Pape)
[Seite 454] auch 2 End., Soph. O. C. 1240; ion. u. poet. βορήϊος, Her. 4, 37; Ap. Rh. 1, 211; nördlich; τὰ βόρεια, die Nordländer.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 du vent du nord;
2 de la région des vents du nord, boréal, septentrional.
Étymologie: Βορέας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόρειος -α -ον en -ος -ον, Ion. βόρηιος Βορέας van de noordenwind, noorden-.
Russian (Dvoretsky)
βόρειος: ион. βορήϊος 3 и 2 северный Soph., Her., Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
[from Βορέας
from the quarter of the North wind, northern, Hdt.; ἀκτὰ β. exposed to the north, Soph.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βόρειος, -α, -ον, Α και βορήιος, -η, -ον, ιων. τ.) Βορέας
αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή είναι στραμμένος προς αυτόν ή, τέλος, προέρχεται απ' αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια πλευρά του ναού», «βόρειος άνεμος»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βόρεια, τα
οι βόρειοι άνεμοι.
Greek Monotonic
βόρειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. βορήϊος, -η, -ον· ο προερχόμενος από το μέρος του βόρειου ανέμου, αντίθ. προς το νότιος, σε Ηρόδ.· ἀκτὰ βόρειος, εκτεθειμένη στον Βορρά, αυτή που βλέπει προς τον Βορρά, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βόρειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ο. Κ. 1240· Ἰων. βορήιος, η, ον· ― ἐκ τοῦ μέρους τοῦ βορείου ἀνέμου, ἀντίθ. τῷ νότιος, Ἡρόδ. 4. 37., 6, 31, κτλ.· β. ἀκτά, ἡ ἐκτεθειμένη εἰς τὸν βορρᾶν, πρὸς βορρᾶν βλέπουσα, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ β. τεῖχος, ἓν τῶν μακρῶν τειχῶν ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269. Ἀνδροκ. 24. 2, Πλάτ. Πολ. 439Ε· τὰ β., τὰ βόρεια μέρη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 19, 10· τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης, ἀφοῦ ἐφάνη εἰς τὸν βορρᾶν, αὐτόθι 5. 8, 10. 2) ἐπὶ τοῦ βορείου ἀνέμου, β. χειμών, χειμὼν καθ' ὃν βόρειοι ἄνεμοι ὑπερισχύουσι, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8 κἑξ.· βόρεια, τά, βόρειοι ἄνεμοι, αὐτόθι 26. 31, κτλ.· (σπανίως καθ' ἑνικ., Ξεν. Κυν. 8, 1)· βορείοις, καθ' ὃν καιρὸν πνέουσι βόρειοι ἄνεμοι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19, 4, κ. ἀλλ.· οὕτω, βορείων ὄντων αὐτόθι 8. 2, 36· ―ὑπερθ. -ότατος, Μανέθ. 4. 241.