προσφωνητικός

Revision as of 12:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,= προσφωνηματικός, only in Adv.

   A -κῶς Eust.1410.27.

German (Pape)

[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei der Anrede gebräuchlich, schicklich, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνητικός: -ή, -όν, = προσφωνηματικός Ρήτορες (Walz) τ. 9, 284, Σχόλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1410. 27.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ προσφωνῶ
προσφωνηματικός.
επίρρ...
προσφωνητικῶς ΜΑ
με τρόπο κατάλληλο για προσφώνηση.