ὁ, v. l. for φήνη, Dsc.2.53.
[Seite 1289] ὁ, = φήνη, Diosc.
φίνις: ὁ, = φήνη, Διοσκ. 2. 58.
ὁ, Α(δ. γρφ.) φήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί του φήνη.