only in compd. ἐπιφθύζω (q.v.). φιν, σφιν,
A v. σφεῖς.
[Seite 1273] s. ἐπιφθύζω.
φθύζω: ἴδε ἐν λέξ. ἐπιφθύζω.
Α(δωρ. τ.) τ. που απαντά μόνον ως β' συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. ἐπιφθύζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φτύνω].