φθύζω

Revision as of 12:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

only in compd. ἐπιφθύζω (q.v.). φιν, σφιν,

   A v. σφεῖς.

German (Pape)

[Seite 1273] s. ἐπιφθύζω.

Greek (Liddell-Scott)

φθύζω: ἴδε ἐν λέξ. ἐπιφθύζω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) τ. που απαντά μόνον ως β' συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. ἐπιφθύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φτύνω].