φοβέστρατος

Revision as of 12:54, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, = foreg., αἰγίς, of Athena, Hes.Th.ap.Chrysipp.Stoic.2.257, cf. EM797.54.

German (Pape)

[Seite 1294] Kriegsschaaren schreckend, Hes. frg. im E. M. 797, 54, von der Aegis.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέ-στρατος, δεξί-στρατος). Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχε-].

Russian (Dvoretsky)

φοβέστρατος: нагоняющий страх на (неприятельские) войска (αἰγίς Hes.).