πτολίαρχος
English (LSJ)
Ep. for πολίαρχος, Call.Jov.73; also Πτολεμ-άρχης, ου, ὁ, Epigr.Gr.1036 (Nicomedia).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πτολίαρχος: Ἐπικ. ἀντὶ πολίαρχος, Καλλ. εἰς Δία 73· -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3769.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) πολίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -αρχος].