ἔμβρυον, Id. ψαῖμα· ὀλίγον Id.; cf. ψαῖσμα.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἔμβρυον».[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ψακαλοῦχον < ψάκαλον «νεογνό» + -ούχος (< έχω)].