ψάκελον

Revision as of 13:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

μέγα, Hsch. (cod. μέσα), Suid.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μέγα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με το σφάκελος (II) «ο μεσαίος δάκτυλος»].