ἀγκυλοχήλης

Revision as of 14:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ, (χηλή)

   A with crooked claws, v. l. in Batr.294, Ar.Eq.197, cf. Sch. (χείλης codd.).

German (Pape)

[Seite 15] ὁ, krummscheerig, Krebs, Batr. 296.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bec recourbé.
Étymologie: ἀγκύλος, χηλή.

Spanish (DGE)

(ἀγκῠλοχήλης) -ου
de garras corvas o ganchudas αἰγυπιοί Hes.Sc.405, βυρσαίετος Ar.Eq.197, 204.

Greek Monotonic

ἀγκῠλοχήλης: -ου, ὁ (χηλή), αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια ή οπλές, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκῠλοχήλης:
1) с кривыми когтями (βυρσαίετος Arph.);
2) с кривыми клешнями (καρκίνος Batr.).

Middle Liddell

χηλή
with crooked claws, Batr.