ἀλφιτεῖον
English (LSJ)
τό,
A mill for grinding ἄλφιτα, Poll.3.78, 7.19, AB 261.
German (Pape)
[Seite 112] τό, Gerstengraupenmühle, Poll. 7, 19.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτεῖον) -ου, τό
molino de harina de cebada Poll.3.78, 7.19, AB 261.
Greek Monolingual
ἀλφιτεῑον, το (Α) ἀλφιτεύω
αλευρόμυλος.