-ρος, v. sub ἀμυσχρός.
[Seite 133] od. ἀμυχρός, Soph. frg. 834, rein, heilig, vgl. ἀμυσχρός.
ἀμυχνός: ἀμυχρός, ἴδε ἐν λ. ἀμυσχρός.
-όνintacto, impoluto S.Fr.1005 (según Sud.α 1689).• Etimología: Cf. ἀμυσχρός.
ἀμυχνός, -ή, -ὸν (Α)βλ. ἀμυσχρός.