ἀμυσχρός
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ἀμυσχρά, ἀμυσχρόν, (μύσος) undefiled, Parth.Fr.2, prob. l. in S.Fr. 1005, cf. Hsch., EM87.26 (ἀμυχρόν Phot.p.97 R.; ἀμυχνόν, ἀμυγνόν, ἀμύσκαρον are also cited by Suid.).
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): lacon. ἀμουσχρός en Hsch.
intacto, impoluto, sin mancilla S.Fr.1005 (ap. crít.), οὔνομ' Parth.Fr.2, cf. Hsch.
• Etimología: Igual que ἀμυχρός, ἀμυχνόν, ἀμύσκαρον, ἀμυγνόν, ἀμουχά, ἀμουσχῆναι está formado de ἀ- priv. y μύσκος· μίασμα. Es difícil evitar ver posibles conexiones con ἀμύξανος y μύκος· μιαρός, q.u.
German (Pape)
[Seite 133] (μύσος?), unbefleckt, rein, Parthen. bei Hephaest. p. 9.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
non souillé, pur.
Étymologie: ἀ, μύσος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυσχρός: незапятнанный, чистый Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυσχρός: -ά, -όν, (μύσος) ἀμίαντος, ἀμόλυντος, Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν ἀμυχνός, ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.
Greek Monolingual
ἀμυσχρός, -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, -ή, -όν)
αμόλυντος, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε -χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το βδελυχρός: βδελύσσω). Ο υπερωϊκός φθόγγος σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις είναι συχνά δασύς].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: untainted, pure (Parth.).
Other forms: Also ἀμυχρός (S. ap. Phot., Suid.) and ἀμυχνός, ἀμυγνός, ἀμύσκαρος (Suid.); ἄμουχα καθαρεύουσα, Λάκωνες H. ἀμυσχῆναι καθᾶραι, ἁγνίσαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: "Dies mutet alles sehr vorgriechisch an (κ/γ/χ; σ/zero)" Fur. 299; also σκ / ξ, if Fur. is right in connecting ἀμύξανος ἀνόσιος H. (with α-intensivum), cf. Fur. 393. To μύσκος μίασμα, κῆδος H. Not to ἀπομύσσω, μύξα.
Frisk Etymology German
ἀμυσχρός: {amuskhrós}
Forms: auch ἀμυχρός (S. ap. Phot., Suid.) und ἀμυχνός, ἀμυγνός, ἀμύσκαρος (Suid.); ἄμουχα· καθαρεύουσα Λάκωνες H. — ἀμυσχῆναι· καθᾶραι, ἁγνίσαι H.
Meaning: unbefleckt, rein (Parth., H., EM),
Etymology: Expressives, vielfach umgebildetes Adjektiv. Zu μύσκος· μίασμα, κῆδος H. Vgl. ἀπομύσσω, μύξα.
Page 1,98