ἀποστλέγγισμα

Revision as of 14:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A scrapings with the στλεγγίς, Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 327] τό, das vom Körper nach dem Salben im Bade Abgestrichene, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστλέγγισμα: τό, πληθ. τὰ ἀποστλεγγίσματα, αἱ ἀκαθαρσίαι ἅς ἀπέξεσέ τις διὰ τῆς στλεγγίδος ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ σώματος, Στράβ. 224.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo quitado con el estrígile, raspadura Str.5.2.6.

Greek Monolingual

ἀποστλέγγισμα, το (Α)
η ακαθαρσία του δέρματος που βγαίνει με τη στλεγγίδα.