ἀποστλέγγισμα
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
-ατος, τό, scrapings with the στλεγγίς, Str.5.2.6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lo quitado con el estrígile, raspadura Str.5.2.6.
German (Pape)
[Seite 327] τό, das vom Körper nach dem Salben im Bade Abgestrichene, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστλέγγισμα: τό, πληθ. τὰ ἀποστλεγγίσματα, αἱ ἀκαθαρσίαι ἅς ἀπέξεσέ τις διὰ τῆς στλεγγίδος ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ σώματος, Στράβ. 224.
Greek Monolingual
ἀποστλέγγισμα, το (Α)
η ακαθαρσία του δέρματος που βγαίνει με τη στλεγγίδα.