[ῑ], ου, ὁ,
A of the desert, ὄνος ib. Jb. 11.12.
ἐρημίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, ὄνος, ἄγριος ὄνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐρημίτης, μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ.