ἡδοσύνη

Revision as of 17:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,= ἡδονή, Dor. ἁδοσύνᾱ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδοσύνη: ἡ, = ἡδονή, Δωρ. ἁδ- παρ’ Ἡσύχ.· πρβλ. πημονή, πημοσύνη.

Greek Monolingual

ἡδοσύνη, δωρ. τ. ἁδοσύνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονή, αναλογικά προς τα θηλυκά σε -σύνη (πρβλ. ευφροσύνη)].