ἠρεμί

Revision as of 17:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], Adv. for ἠρέμα, Ar.Ra. 315, v.l. in Aristaenet.1.22 (ἠρεμ-μεί Theognost.Can.165).

German (Pape)

[Seite 1175] = ἠρέμα, Ar. Ran. 315, nach dem cod. Rav. v. l. ἠρεμεί.

Greek Monolingual

ἠρεμί και ἠρεμεί (Α)
επίρρ. βλ. ήρεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηρέμα].

Greek Monotonic

ἠρεμί: [ῑ], επίρρ., αντί ἠρέμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἠρεμί: adv. Arph. = ἠρέμα.

Middle Liddell

= ἠρέμα, Ar.