ηρέμα
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Greek Monolingual
και ήρεμα (AM ἠρέμα)
επίρρ. βλ. ήρεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < η-ρέμ-ᾱ (το -ᾱ < -n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate «ησυχάζω», λιθ. rimti «είμαι ήσυχος», γοτθ. rimis «ανάπαυση» κ.ά.). Το αρχικό η- της λ. είναι πιθ. κάποιο πρόθ. εν εκτάσει, ίσως για μετρικούς λόγους. Το ηρέμα απαντά και με την επιρρμ. κατάλ. -ί (-εί): ηρεμ-ί (-εί) [πρβλ. πανδημ-ί(-εί)], καθώς και με τη μορφή ηρέμας προ φωνήεντος (πρβλ. ατρέμας).
ΠΑΡ. ηρεμώ
αρχ.
ηρεμάζω, ηρεμίζω, ηρέμιος
αρχ.-μσν.
ηρεμαίος
μσν.
ηρεμώ (-όω)
νεοελλ.
ηρεμικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: αρχ. υπηρέμα].