εως, ἡ,= foreg., ib.20 (νῆσις codd., cf. Erot.
A s.v. ἰνήσεται), Pherecyd.66 J.
[Seite 1255] ἡ, dasselbe, Erotian. erkl. κάθαρσις.
ἴνησις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Ἐρωτιαν. 186.
ἴνησις, ἡ (Α) ινέωο ινηθμός.