Aeol. for ὀψέ, Lyr.Adesp.57.
[Seite 432] äol. = ὀψέ, Apolion. de adv. 573.
ὄψι: Αἰολ. ἀντὶ ὀψέ, Ἀπολλών. Δύσκ. ἐν τοῖς Α. Β. 533, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 26.