ὀψέ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
Aeol. ὄψι (q.v.), Adv.
A after a long time, at length, late, ἔκ τε καὶ ὀψὲ τελεῖ, opp. αὐτίκα, Il.4.161; ὀψὲ κακῶς ἔλθοι Od.9.534, etc.; ὀψὲ διδάσκεσθαι, ὀψὲ μανθάνειν, to be late in learning, learn too late, A.Ag.1425, S. OC1264; ὀψὲ γε φρονεῖς εὖ E.Or.99; also ὀψὲ δή Il.7.399, etc.; ὀψὲ γοῦν A. l.c.; ὀψὲ περ Pi.N.3.80.
b ὀψὲ ἀφ' οὗ.. it is not long since... Th.1.14.
2 late in the day, at even, Il.21.232, Od.5.272, Th.4.106, etc.; ὀφλεῖν.. ὀψὲ ὁδοῦ incur a penalty for being out late at night, Pl.Cra.433a (dub.); late in the season, Hes.Op.485; ὀψὲ ἦν, ὀψὲ ἐγίγνετο, it was, it was getting, late, X.An.2.2.16, 3.4.36; ἡ μάχη ἐτελεύτα ἐς (v.l. ἕως) ὀψέ did not end till late, Th.3.108; so ἐς ὀψέ Id.8.23; but εἰς ὀψὲ ψηφίζεσθαι = continue voting till late in the day, D.57.15.
3 c. gen., ὀψὲ τῆς ἡμέρας late in the day, ἤδη γὰρ τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν Th.4.93, cf. X.HG2.1.23; τῆς δ' ὥρας ἐγίγνετ' ὀψὲ D.21.84; ὀψὲ τῆς ἡλικίας late in life, Luc. Dem.Enc.14, cf. Am.37.
4 as preposition c. gen., ὀψὲ τούτων after these things, Philostr.VA6.10, cf. 4.18; so perhaps ὀψὲ σαββάτων after the sabbath day, Ev.Matt.28.1.—For the Comp. and Sup. Advbs.v. ὄψιος.
German (Pape)
[Seite 432] (von ἐπί, wie ὄπις, ὄπισθε), nach her, bes. lange Zeit darnach, spät; ἔκ τε καὶ ὀψὲ τελεῖ, Il. 4, 181; ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε, 7, 399 u. öfter; καὶ ὀψὲ περ, wenn auch spät erst, 9, 247; εἰσόκεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων, spät, 21, 232, wie Od. 5, 272; ὀψὲ κακῶς νεῖαι, 11, 114; ὀψὲ περ, Pind. N. 3, 77; γνώσῃ διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν, Aesch. Ag. 1339; ὄψ' ἄγαν ἐκμανθάνω, Soph. O. C. 1264; θεοὶ γὰρ εὖ μέν, ὀψὲ δ' εἰσορῶσι, 1533, öfter; ὀψὲ φρονεῖς εὖ, Eur. Or. 99; Bacch. 1343; Thuc. 4, 106 u. öfter; ἕως ὀψέ, bis spät an den Abend, 3, 108, v.l. ἐς ὀψέ, wie 8, 23; Sp.; μάλα γε ὀψὲ ἀφικόμενος, Plat. Prot. 310 c; νύκτωρ περιιόντες ὀψέ, Crat. 433 a; ὅτι ὀψὲ εἴη, Conv. 217 d; Folgde. – Comparat., ὀψιαίτερον τοῦ δέοντος, Plat. Crat. 433 a; ὀψιαίτατα ἀπαλλάττονται, Prot. 326 c, wie Xen. Cyr. 8, 8, 9; ὡς μὲν ἐδύνατο ὀψιαίτατα κατήγετο εἰς τὰς πόλεις, ὡς δὲ πρωϊαίτατα ἐξωρμᾶτο, Hell. 4, 5, 18; Folgde; ὀψὲ ποιούμενος τὰς ἐξαγωγάς, Pol. 11, 22, 2; auch c. gen., ὀψὲ τῆς ἡλικίας, Luc. Dem. enc. 14, vgl. amor. 37, wie schon Xen. sagt τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν, spät am Tage, Hell. 2, 1, 23; τῆς δὲ ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ, Dem. 21, 84, es war spät an der Zeit; auch ὀψὲ τῶν Τρωϊκῶν, lange nach dem trojanischen Kriege, Philostr. S. auch ὄψιος.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
tard :
I. 1 longtemps après, bien après ; ὀψὲ τῆς ἡλικίας LUC dans un âge avancé;
2 tardivement, trop tard : γνώσῃ διδαχθεὶς ὀψὲ γοῦν τὸ σωφρονεῖν ESCHL tu sauras trop tard, pour l'avoir appris, ce que c'est qu'être sage;
II. tard dans la journée, le soir : ἔως ὀψέ THC jusqu'au soir ; τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν THC c'était le soir, sur le tard;
Cp. ὀψίτερον, Sp. ὀψιαίτατα.
Étymologie: ὄπις², cf. ὄπισθε, ὀπίσω, ὄψιος.
Russian (Dvoretsky)
ὀψέ:
I [одного корня с ὄπιθεν (compar. ὀψιαίτερον и ὀψίτερον) adv.
1 потом, после, затем, позже (ὀψὲ Μενέλαος ἀνίστατο Hom.): εἴπερ τε καὶ αὐτίκ᾽ οὐκ ἐτέλεσσεν, ἔκ τε καὶ ὀψὲ τελεῖ Hom. если он сейчас не сделает, то сделает (это) позже;
2 поздно: εἰσόκεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων Hom. пока не наступит поздний вечер; οἱ ὀψὲ προσιόντες Xen. прибывшие поздно;
3 слишком поздно, запоздалым образом (φρονεῖν εὖ Eur.; σωφρονεῖν Aesch.): μάλα ὀψὲ ἀφικόμενος Plat. прийдя слишком поздно; ὀψιαίτερον τοῦ δέοντος Plat. позднее, чем следовало (следует).
II в знач. praep. cum gen. в позднее время: τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν Xen. был поздний час дня; τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀψὲ Dem. было поздно; ὀψὲ τῆς ἡλικίας Luc. в зрелом возрасте.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψέ: Ἐπίρρ., μετὰ μακρὸν χρόνον, ἀργά, Λατ. sero, Ὅμ., κτλ.˙ ὀψὲ δὲ δὴ Μενέλαος ἀνίστατο Ἰλ. Η. 94˙ ὀψὲ κακῶς ἔλθοι Ὀδ. Ι. 534, κτλ.˙ ὀψὲ διδάσκεσθαι ἢ μανθάνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1425, Σοφ. Ο. Κ. 1264˙ ὀψὲ φρονεῖν εὖ Εὐρ. Ὀρ. 99 (πρβλ. ὀψιμαθής)˙ - ὡσαύτως ὀψὲ δή, Ἰλ. Η. 399, κτλ.˙ ὀψὲ γοῦν, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ὀψὲ περ, Πινδ. Ν. 3. 140. 2) ἀργά, πρὸς τὴν ἑσπέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρωΐ, Ἰλ. Φ. 232, Ὀδ. Ε. 272, Θουκ. 4. 106, κτλ.˙ ἀργά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 483˙ ὀψὲ ἦν, ὀψὲ ἐγίγνετο, ἦτο ἡ ὥρα περασμένη, «ἐβράδυαζε», Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16., 3. 4, 36˙ ἡ μάχη ἐτελεύτα ἕως ὀψέ, ἀργὰ πρὸς τὴν ἑσπέραν, Θουκ. 3. 108· οὕτως, ἐς ὀψὲ ὁ αὐτ. 8. 23˙ ἀλλά, εἰς ὀψὲ ψηφίζεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὴν ψηφοφορίαν μέχρις ἑσπέρας, Δημ. 1303. 14. 3) μετὰ γεν., ὀψὲ τῆς ἡμέρας, ἀργὰ πρὸς ἑσπέραν, τὸ τοῦ Λιβίου serum diei, ἤδη γὰρ τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν Θουκ. 4. 93, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 23˙ οὕτω, τῆς δ’ ὥρας ἐγίγνετο ὀψὲ Δημ. 451 ἐν τέλ.˙ ὀψὲ τῆς ἡλικίας, εἰς περασμένην ἡλικίαν, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14, Ἔρωτ. 37˙ ἀπὸ ὀψὲ σιωπῶντες, «ἀπὸ ψές», ἀπὸ τῆς παρελθούσης ἑσπέρας, Ἀποφθέγμ. Πατέρ. 108Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 403, 17, 404. - Περὶ τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. ἐπιρρ. ἴδε ἐν λέξ. ὄψιος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 166.
English (Autenrieth)
(cf. ὄπισθε): late, long afterward, in the evening, Il. 4.161, Il. 21.232, Od. 5.272.
English (Slater)
ὀψέ late ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι ὀψέ περ (N. 3.80)
Spanish
English (Strong)
from the same as ὀπίσω (through the idea of backwardness); (adverbially) late in the day; by extension, after the close of the day: (at) even, in the end.
English (Thayer)
(apparently from ὄπις; see ὀπίσω, at the beginning), adverb of time, after a long time, long after, late;
a. especially late in the day (namely, τῆς ἡμέρας, which is often added, as Thucydides 4,93; Xenophon, Hellen. 2,1, 23), i. e. at evening (Homer, Thucydides, Plato, others; for עֶבֶר עֵת, Mark 11:(T Tr marginal reading WH text (cf. Plutarch, Alex. 16,1)),Winer's Grammar, § 54,6), ὀψέ σαββάτων, the sabbath having just passed, after the sabbath, i. e.: at the early dawn of the first day of the week — (an interpretation absolutely demanded by the added specification τῇ ἐπιφωσκούσῃ κτλ.), ὀψέ τῶν βασιλέως χρόνων, long after the times of the king, Plutarch, Numbers 1; ὀψέ μυστηρίων, the mysteries being over, Philostr. vit. Apoll. 4,18); (but an examination of the instances just cited (and others) will show that they fail to sustain the rendering after (although it is recognized by Passow, Pape, Schenkl, and other lexicographers); ὀψέ followed by a genitive seems always to be partitive, denoting late in the period specified by the genitive (and consequently still belonging to it), cf. Buttmann, § 132,7 Rem.; Kühner, § 414,5c. β. Hence, in Matthew, the passage cited 'late on the sabbath'). Keim, iii, p. 552 f (English translation, vi., 303 f) endeavors to relieve the passage differently (by adopting the Vulg. vespere sabbati, on the evening of the sabbath), but without success. (Cf. Keil, Comm. über Matth. at the passage.))
Greek Monotonic
ὀψέ: επίρρ.,
1. μετά από μακρό χρονικό διάστημα, αργά, Λατ. sero, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀψὲ διδάσκεσθαι ή μανθάνειν, μαθαίνω με αργούς ρυθμούς, μαθαίνω παράκαιρα, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αργά κατά τη διάρκεια της ημέρας, το απόγευμα, σε αντίθ. προς το πρωί, σε Όμηρ., Θουκ. κ.λπ.· ὀψὲ ἦν, ὀψὲ ἐγίγνετο, ήταν αργά, γινόταν προχωρημένη η ώρα, σε Ξεν.· ομοίως, ἐς ὀψέ, σε Θουκ.
3. με γεν. ὀψὲ τῆς ἡμέρας, αργά, κατά τη διάρκεια της μέρας, όπως το serum dieiτου Λίβιου, στον ίδ.· ομοίως, τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ, σε Δημ.· ὀψὲ τῆς ἡλικίας, σε προχωρημένη ηλικία, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: after, after a long time, late (in the evening), too late (Il.).
Other forms: ὄψι (Aeol., Lyr. Adesp. 57).
Compounds: Often ὀψι- as 1. member (after ἀγχι-, ἠρι- a.o.), e.g. ὀψί-γονος late-born, younger (Il., Hdt., Arist.); also ὀψ-, e.g. ὀψ-αρό-της m. who ploughs late (Hes. Op. 490); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 111 f. As 2. member in ἀπ-οψέ (A. D.), κατ-οψέ (Alex. Trall.) late (at night), cf. κατ-όπιν, ἀπο-πρό a.o.
Derivatives: 1. ὀψι-αίτερος, -αίτατος (Att.; after παλαίτερος a.o.). 2. ὄψ-ιος late (Pi., Arist.) with ὀψιό-της f. (Thphr.), like πρώϊ-ος; -ιμος id. (X., hell.), like πρώϊ-μος (through reinterpretation of ὄψιμος visible [Β 325]?; s. Arbenz 22 f.); -ινός id. (Empire; after ἑωθι-νός a.o.; Chantraine Form. 200 f., Wackernagel Unt. 105 n. 1). 3. ὀψ-ίχα ὀψέ. Βυζάντιοι H. (diminutive like ὁσσ-ίχος a. o.). 4. ὀψ-ία f. evening (IA.). 5. ὀψ-ίζω to be late, to retard (Lys., X.) with -ισμός m. delay (D. H.). On ὀψ-έ with oxytonized -έ there is no agreement. Nearest comes τῆλ-ε (s. v.); cf. -δε, -θε, -σε, -τε (Schwyzer 631).
Origin: IE [Indo-European] [287] *obhi? towards...up
Etymology: To ὄψ-ι agrees ὕψ-ι in high. Unenlarged *ὄψ like ἄψ (s.v. w. lit.); identical with Lat. ops- beside op, ob up(on) -- towards, at -- towards in o(b)s-tendō a.o. Withou -ς in ὄπισθεν, ὀπίσ(σ)ω, ὀπώρα; s. vv. w. further lit.
Middle Liddell
1. after a long time, late, Lat. sero, Hom., etc.; ὀψὲ διδάσκεσθαι or μανθάνειν to be late in learning, learn too late, Aesch., Soph.
2. late in the day, at even, opp. to πρωί, Hom., Thuc., etc.; ὀψὲ ἦν, ὀψὲ ἐγίγνετο it was, it was getting, late, Xen.; so, ἐς ὀψὲ Thuc.
3. c. gen., ὀψὲ τῆς ἡμέρας late in the day, Livy's serum diei, Thuc.; so, τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀψὲ Dem.; ὀψὲ τῆς ἡλικίας late in life, Luc.
Frisk Etymology German
ὀψέ: (seit Il.),
{opsé}
Forms: ὄψι (äol., Lyr. Adesp. 57)
Grammar: Adv.
Meaning: ‘hinterdrein, nach langer Zeit, spät (am Abend), zu spät’.
Composita : Oft ὀψι- als Vorderglied (nach ἀγχι-, ἠρι- u.a.), z.B. ὀψίγονος nachgeboren, jünger (ep. poet. seit Il., Hdt., Arist.); auch ὀψ-, z.B. ὀψαρότης m. Spätpflüger (Hes. Op. 490); vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 111 f. Als Hinterglied in ἀποψέ (A. D.), κατοψέ (Alex. Trall.) ‘spät (am Abend)’, vgl. κατόπιν, ἀποπρό u.a.
Derivative: Davon 1. ὀψιαίτερος, -αίτατος (att.; nach παλαίτερος u.a.). 2. ὄψιος spät (Pi., Arist. usw.) mit ὀψιότης f. (Thphr.), wie πρώϊος; -ιμος ib. (X., hell. u. sp.), wie πρώϊμος (durch Umdeutung von ὄψιμος sichtbar [Β 325]?; s. Arbenz 22 f.); -ινός ib. (Kaiser- zeit; nach ἑωθινός u.a.; Chantraine Form. 200 f., Wackernagel Unt. 105 A. 1). 3. ὀψίχα· ὀψέ. Βυζάντιοι H. (deminuierend wie ὁσσίχος u. a.). 4. ὀψία f. Abend (ion. att.). 5. ὀψίζω spät kommen, sich verspäten (Lys., X. usw.) mit -ισμός m. Verspätung (D. H.). Zu ὀψέ mit oxytoniertem -έ gibt es überhaupt kein Gegenstück. Am nächsten kommt τῆλε (s. d.); vgl. noch -δε, -θε, -σε, -τε (Schwyzer 631).
Etymology : Zu ὄψι stimmt ὕψι in der Höhe. Unerweitertes *ὄψ wie ἄψ (s.d. m. Lit.); damit identisch lat. ops- neben op, ob ‘auf — hin, nach — hin’ in o(b)s-tendō u.a. Ohne -ς in ὄπισθεν, ὀπίσ(σ)ω, ὀπώρα; s. dd. m. weiterer Lit.
Page 2,458-459
Chinese
原文音譯:Ñyš 哦普些
詞類次數:副詞(3)
原文字根:預備 相當於: (נֶשֶׁף) (עֶרֶב)
字義溯源:日暮,晚,晚上,將盡;源自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面);而 (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭), (ὄπισθεν)出自(ὀπή)X*=注意), (ὀπή)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編:
1) 晚上(2) 可11:19; 可13:35;
2) 將盡(1) 太28:1
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὕστερα ἀπό ἀρκετό καιρό, ἀργά). Σχετίζεται μέ τά ὄπισθεν ὀπώρα.
Παράγωγα: ὀψία (=βράδυ), ὀψίζω (=κάνω κάτι ἀργά), ὀψιμαθής, ὄψιμος, ὄψιος, ὀψίγονος, ὀψίνοος, ὀψιτέλεστος, ὀψαμαρής, ὀψαρότης.
Léxico de magia
adv. tarde ref. al momento de actuar δίωκε τὸν λόγον ὀψὲ πρὸς τὸν λύχνον recita la fórmula tarde ante la lámpara P VII 226 (πλάκαν) τελέσας ἐν ἀρώμασιν φαιοῖς οἷον ζμύρνᾳ, βδέλλῃ, στύρακι καὶ ἀλοῇ καὶ θύμῳ ... ὀψὲ ἢ μέσης νυκτός consagra la lámina con plantas aromáticas grises, como mirra, bálsamo, estoraque, áloe y tomillo, tarde o a media noche P VII 435 ὀψέ, ὥρᾳ εʹ νυκτός, ἀπόθου αὐτὴν (τὴν ναόν) πρὸς σελήνην ἐν οἴκῳ καθαρῷ tarde, en la hora quinta de la noche, guarda la capilla en una habitación limpia, mirando a la luna P VII 874
Lexicon Thucydideum
sero, late, 1.14.3, (naves habuerunt, they had ships).
vesperi, in the evening, 1.50.5, 3.108.3, [vulgo commonly ἕως] 4.25.1, 4.93.1, 4.106.3, 7.83.3, 8.23.2, 8.61.3.
Translations
late
Afrikaans: laat; Arabic: مُتَأَخِّرًا; Aromanian: ntardu, tardu; Azerbaijani: gec; Bashkir: һуң; Basque: berandu; Belarusian: позна; Bengali: দেরী, দিরঙ্গ, দেরেঙ্গ; Bulgarian: къ́сно; Catalan: tard; Chinese Mandarin: 晚, 遲/迟, 遲到/迟到; Min Dong: 迟; Czech: pozdě; Danish: sen; Dutch: laat; Esperanto: malfrue; Estonian: hilja; Finnish: myöhään, myöhässä; French: tard; Old French: tart; Georgian: გვიან; German: spät; Greek: αργά; Ancient Greek: ὀψέ, ὄψι; Hindi: देर से; Hungarian: későn; Icelandic: seinn; Ido: tarda; Ingrian: mööhää; Italian: tardi; Japanese: 遅刻に, 遅く; Kazakh: кеш; Khmer: យឺតពេល; Korean: 늦다, 지각하다; Kurdish Central Kurdish: درەنگ; Northern Kurdish: derneg, gîro, texîr; Latin: sero, tarde; Latvian: vēlu; Lithuanian: vėlai; Lower Sorbian: pózdźe; Macedonian: доцна; Occitan: tard; Old English: late; Old Norse: síðla; Persian: دیر; Polish: późno; Portuguese: tarde; Romanian: târziu; Russian: поздно; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏сно, позно; Roman: kȁsno, pozno; Slovak: neskoro; Slovene: pôzno; Southern Altai: кеч; Spanish: tarde; Swedish: sent, för sent; Telugu: ఆలస్యంగా; Turkish: geç; Ukrainian: пі́зно; Urdu: دیر سے; Yiddish: שפּעט