A = εἰδώς, ἔμπειρος (cf. ὕδης), Hsch. II ὕδναι, = ἔγγονοι, σύντροφοι, Id. (perh. as root of Ἁλοσ-ύδνη, Ὑδατοσ-ύδνη).
ὕδνης: -ου, ὁ, = εἰδώς, ἔμπειρος (πρβλ. ὕδης), Ἡσύχ. ΙΙ. = ἔγγονος, σύντροφος, παρὰ τῷ αὐτῷ (ἴσως ὡς ῥίζα τοῦ Ἁλοσύδνη, Ὑδατοσύδνη).