ἔγγονος

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγγονος Medium diacritics: ἔγγονος Low diacritics: έγγονος Capitals: ΕΓΓΟΝΟΣ
Transliteration A: éngonos Transliteration B: engonos Transliteration C: eggonos Beta Code: e)/ggonos

English (LSJ)

ὁ, properly,
A grandson, D.H.6.37, etc.: ἐγγόνη, ἡ, grand-daughter, IGRom.4.882 (Themisonium), Artem.4.69, Lyd.Mag.2.1; also ἔγγονος, ἡ, Plu.Per.3.
2 simply, = ἔκγονος, descendant, Pl.R. 364e, D.19.48,54, etc.; ἔκγ- is v.l. in ll.cc., and may be right in Arist.Pol.1335a13, cf. ib.b30; τὰ ἔγγονα issue, Inscr.Cos 36a4, PFreib.10.8, etc.; of animals, Ph.2.396, al.; Ἔρως πυρὸς ἔγγονε APl.4.212 (Alph.).
3 productive, κακίας, μνήμης, Callistr.Stat. 10. ἔγγονος may represent ἔκγονος (q.v.), both forms are found in Att. Inscrr. up to ca. 300 B.C.; ἔγγ- is rare in Hellenistic Greek, OGI49.12 (iii B. C.), PTeb.124.25,33 (ii B. C.); but more freq. later; ἐνγ- is written in SIG333.25 (Samos, iv B. C.), dub. in CIG3185 (Smyrna).]

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ
• Grafía: frec. en cód. por ἔκγονος q.u., en inscr. y pap. frec. graf. ἐνγ-
1 descendiente esp. hijo σῶν ... ἐγγόνων γεύσαντο B.9.46, σὺν ἐγγόνοις νύμφαισι S.Fr.314.228, ἐγγόνοις αὐτῶν ἀνδράσιν para sus descendientes varones, IArykanda 101.7 (I a./d.C.), Φιλίππῳ καὶ τοῖς ἐγγόνοις D.19.48, δεδόσθαι δ' αὐτῷ καὶ πολιτείαν καὶ ἐνγόνοις IG 12(6).30.25 (Samos IV a.C.), cf. IGENLouvre 5.12 (Ptolemaide III a.C.), PTeb.124.25, 33 (II a.C.), IG 12(3).1296.22 (Tera II a.C.), PSI 1118.11 (I d.C.), PMich.224.1539 (II d.C.).
2 nieto, nieta Plu.Per.3, D.H.6.37, JIWEur.2.548 (Roma III/IV d.C.), Lyd.Mag.1.42, ἱερέας, οἷς οὐκ ἔστιν οὔτε τέκνα οὔτε ἔγγονοι Cod.Iust.1.3.41.2, cf. 6.4.4.15, Iust.Nou.121.1.
3 fig. fruto, resultado Εὐτελία, κλεινῆς ἔγγονε Σωφροσύνης Crates Theb.SHell.361, πυρὸς ἔγγονε dicho del amor AP 16.212 (Alph.), τὴν εὐτέλειαν ἐξυμνῶν τῆς σωφροσύνης τὴν ἔγγονον Clem.Al.Paed.3.6.35, ἡ ὑμετέρα ἔ. φιλοσοφία Iul.Caes.328b.

German (Pape)

[Seite 701] ὁ, der Enkel, bes. in sp. Prosa üblich, wie Dion. Hal. 6, 37 u. Inscr., wo es zuweilen auch »Urenkel« bedeutet; ἡ ἔγγονος, die Enkelinn, Plut. Pericl. 3. – Übh. = Nachkomme, Dem. 19, 48; Inscr.; abstammend von, πυρὸς ἔγγονε Ἔρως Alph. 3 (Plan. 212). So bes. τὰ ἔγγονα, auch von Tieren, Arist. Pol. 7, 16; Ael. V. H. 1, 6; Plut. Vgl. ἔκγονος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 petit-fils, petite-fille;
2 p. ext. descendant ; neutre collect. τὸ ἔγγονον, la descendance, les descendants.
Étymologie: ἐγγίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔγγονος: ὁ и ἡ
1 внук, внучка Plut.;
2 потомок Plat., Arst., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγγονος: ὁ, κυρίως υἱὸς υἱοῦ ἢ θυγατρός, Διον. Ἁλ. 6. 37, κτλ.· ἐγγόνη, ἡ, θυγάτηρ υἱοῦ ἢ θυγατρός, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3953C, 4207, 4346, Ἀρτεμίδ. 4. 69· ὡσαύτως ἔγγονος, ἡ, Πλουτ. Περικλ. 3. 2) ἁπλῶς = ἔκγονος, ἀπόγονος, Πλάτ. Πολ. 364Ε, κτλ.· ἂν καὶ ἐν πλείστοις χωρίοις διωρθώθη ἤδη ἐκ χειρογράφων εἰς ἔκγονος ὡς ἐν Δημ. 73. 13., 356. 8· ἐν Ἀριστ. Πολ. 716. 6, παραβολὴ πρὸς τὴν § 16 δεικνύει ὅτι ὁ ὀρθὸς τύπος εἶναι ἔκγονα.

Greek Monolingual

και έγγονος και αγγονός και άγγονας, ο
θηλ. εγγονή και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η
ουδ. εγγόνι και αγγόνι, το (AM ἔγγονος, ο
θηλ. ἐγγόνη και ἔγγονος, η)
το παιδί του γιου ή της κόρης κάποιου
(αρχ.- μσν.) νεοσσός, μικρό πουλί
αρχ.
1. απόγονος
2. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από κάποιον
3. παραγωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγγονός < έγγονος με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα γιος, ανεψιός (πρβλ. προγονός)].

Greek Monotonic

ἔγγονος: ὁ, ἡ, εγγονός, εγγονή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔγ-γονος, ὁ, ἡ,
a grandson, granddaughter, Plut.

Léxico de magia

descendiente ref. a Helios χαῖρε, Ἥλιε· ... σὺ εἶ ὁ νέος, εὐγενής, ἔγγονος ὁ τοῦ ἁγίου ναοῦ te saludo, Helios, tú eres el joven, noble, descendiente del sagrado templo P VII 516