ἐϋπλυνής

Revision as of 17:55, 9 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")

English (LSJ)

ές, (πλύνω)

   A well-washed, well-cleansed, φᾶρος Od.8.392, 425, 13.67,16.173.

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋπλῠνής: -ές, (πλύνω) καλῶς πλυθείς, καθαρός, φάρος ἐϋπλυνὴς Ὀδ. Θ. 392, 425., Ν. 67., Π. 173.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
épq.
bien lavé.
Étymologie: εὖ, πλύνω.

Greek Monotonic

ἐϋπλῠνής: -ές (πλύνω), αυτός που έχει πλυθεί καλά, καθαρός, σε Ομήρ. Οδ.