διακριτέον

Revision as of 14:30, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")

English (LSJ)

   A one must decide, D.L.9.92: pl. -έα Th.1.86.    2 one must distinguish, Dsc.5.106, Porph.Abst.2.50, Iamb.Myst.2.2: Adj. -κριτέος, α, ον, to be distinguished, Philostr.Gym.33.    3 one must separate, Sor.2.89.

Greek (Liddell-Scott)

διακριτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86.

French (Bailly abrégé)

et plur. διακριτέα;
adj. verb. de διακρίνω.

Spanish (DGE)

I 1hay que decidir οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.
2 hay que distinguir ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.Myst.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.Strom.6.17.150.
II medic.
1 hay que diagnosticar τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.Fract.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.
2 hay que separar, hay que amputar τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18.

Greek Monotonic

διακριτέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του διακρίνω, πρέπει κάποιος να αποφασίσει, σε Θουκ.