και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, -όω)ιδρώνωαρχ.1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν2. παθ. ἐφιδοῦμαι, -όομαιιδρώνω συνεχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ].