νεβρούμαι

Revision as of 18:31, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

νεβροῦμαι, -όομαι (Α) νεβρός
μεταβάλλομαι σε νεβρό («κεφαλήν φάσματι νεβρωθεῑσαν», Νόνν.).