λυκοσκυτάλιον

Revision as of 14:10, 17 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], τό,</b>" to "ᾰ], τό,")

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ib.4.149.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de maïs, plante.
Étymologie: λύκος, σκυτάλιον.

Greek Monolingual

λυκοστυτάλιον, τὸ (Α)
το φυτό σησαμοειδές το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. του σκυτάλη «ράβδος»].